γκιλοτίνα — η (λ. γαλλ.), η λαιμητόμος, η καρμανιόλα: Στη Γαλλική Επανάσταση χρησιμοποιούσαν ως μέσο εκτέλεσης την γκιλοτίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιλοτίνα — η βλ. γκιλοτίνα … Dictionary of Greek
καρμανιόλα — (γαλλ. carmagnole, ιταλ. carmagnola). Τραγούδι ανώνυμου συνθέτη και λαϊκός χορός του δρόμου, κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας (Σεπτέμβριος 1793 Ιούλιος 1794) στη Γαλλική επανάσταση. Λέγεται ότι διαδόθηκε στο Παρίσι από Μασσαλιώτες εθελοντές το… … Dictionary of Greek
λαιμητόμος — ο (Α λαιμητόμος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα αρχ. αυτός που κόβει τον λαιμό, που… … Dictionary of Greek
Γκιγιοτέν, Ζοζέφ Ιγκνάς — (Joseph Ignace Guillotin, 1738 – 1814). Γάλλος γιατρός και πολιτικός. Έγινε γνωστός ως εφευρέτης της γκιλοτίνας (λαιμητόμος). Ο Γ. δίδαξε ανατομία στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και διετέλεσε βουλευτής στα χρόνια της Γαλλικής επανάστασης. Ως… … Dictionary of Greek
Κονσιερζερί — (Conciergerie). Παλαιά φυλακή του Παρισιού, γνωστή από την ιστορία της Γαλλικής επανάστασης. Βρίσκεται στο ισόγειο του δικαστικού μεγάρου του Παρισιού, του οποίου αποτελεί παράρτημα, ακριβώς πάνω στην αυλή των ανακτόρων των πρώτων βασιλέων.… … Dictionary of Greek
λαιμητόμος — η μεγάλη λεπίδα για τον αποκεφαλισμό κατάδικων, η γκιλοτίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)